Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πρὸς θηρίων

См. также в других словарях:

  • Ζιμπάμπουε — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε Παλαιότερη ονομασία: Ροδεσία Έκταση: 390.759 τ. χλμ Πληθυσμός: 11.376.676 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Χαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α και στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • ORPHEUS — ut sensit Myrleanus Asclepiades, Apollinis et Calliopes, unius Musarum, fil. fuit. Virg. in Pollione: Non me carminibus vincet nec Thracius Orpheus, Nec Linus; huic mater quamvis, atque huic pater adsit, Orphei Calliopea, Lino formosus Apollo.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… …   Dictionary of Greek

  • παραπορεύομαι — Α 1. πορεύομαι παραπλεύρως ή πλησίον κάποιου, συμβαδίζω («ὅς... συναμπρεύων καὶ παραπορευόμενος παρώξυνε τὰ ζεύγη πρὸς τὸ ἔργον», Αριστοτ.) 2. μτφ. συνοδεύω («ἀκρόαμα δὲ οὐδέν... παρεπορεύετο», Φύλαρχ.) 3. παρέρχομαι, περνώ («παραπορευομένων τῶν… …   Dictionary of Greek

  • σποραδικός — ή, ό / σποραδικός, ή, όν, ΝΜΑ [σποράς, άδος] 1. σκόρπιος, σκορπισμένος εδώ κι εκεί (α. «σποραδικοί οικισμοί» β. «τῶν τε γὰρ θηρίων τὰ μὲν ἀγελαῑα τὰ δὲ σποραδικά ἐστιν», Αριστοτ.) 2. (για νόσο) αυτός που υπάρχει ή μεταδίδεται σε κάθε τόπο και σε… …   Dictionary of Greek

  • φιαλώ — Κόρη του αρκαδικού ήρωα Αλκιμέδοντα, που γέννησε κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία από τον Ηρακλή τον Αιχμαγόρα. Ο πατέρας της, για να την τιμωρήσει, την έδεσε σε ένα δέντρο σε κάποιο βουνό και δίπλα της απόθεσε το βρέφος, για να γίνουν βορά των …   Dictionary of Greek

  • Απολλόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σκιαγράφος (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ζωγράφος. Επονομάστηκε σκιαγράφος επειδή θεωρείται ότι χρησιμοποιούσε διαβαθμίσεις της φωτοσκίασης, δίνοντας έτσι πλαστικότητα στις μορφές και στα αντικείμενα που ζωγράφιζε και …   Dictionary of Greek

  • αφρικάανς — Γλώσσα των Μπόερς της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας, που αναγνωρίστηκε ως επίσημη γλώσσα το 1925 μαζί με την αγγλική και σήμερα τη μιλά κάτι περισσότερο από το μισό του πληθυσμού. Όταν τον 17ο αι. άποικοι, κυρίως Ολλανδοί, άρχισαν να μεταναστεύουν …   Dictionary of Greek

  • ζωολογικός κήπος — Χώρος συγκέντρωσης ζώων, γενικά εξωτικών, που εκτρέφονται σε περιβάλλοντα με συνθήκες όσο το δυνατόν όμοιες με αυτές των περιοχών προέλευσής τους. Οι σημερινοί ζ.κ., οργανωμένοι με κριτήρια που αποκτήθηκαν ιδιαίτερα τον 19o αι., δεν έχουν μόνο… …   Dictionary of Greek

  • φοβ - φοβισμός — (από το γαλλικό fauves = θηρία). Η ονομασία οφείλεται στον Λουί Βοξέλ, που στο παρισινό σαλόν του 1907, κοιτάζοντας μια προτομή παιδιού του Αλμπέρ Μαρκ (ακαδημαϊκής τεχνοτροπίας) τοποθετημένη ανάμεσα σε πίνακες των Ματίς, Μαρκέ, Πιί, Mανγκέν,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»